αρχαϊστικός

αρχαϊστικός
-ή, -ό (και -όν)
αυτός που μιμείται ή θυμίζει αρχαία πρότυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω ή < αρχαϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”